- φουντωμένος
- η , ο разросшийся, густой, пышный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φουντώνω — φούντωσα, φουντωμένος, αμτβ. 1. βγάζω πυκνά φύλλα και κλαδιά, δασώνω, βλαστίζω: Όπου πατάς, μεστά τα στάχυα φούντωσαν (Κ. Παλαμάς). 2. (για φωτιά), βγάζω πολλές και μεγάλες φλόγες, δυναμώνω. 3. μτφ., εντείνομαι στο έπακρο, επεκτείνομαι πολύ:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δρογγάτος — η, ο [δρόγγος] δασώδης, φουντωμένος … Dictionary of Greek
ξανάβω — και ξανάφτω 1. ανάβω εκ νέου 2. ερεθίζω, φλογίζω 3. διεγείρω, εξάπτω («τόν ξάναψε η συζήτηση») 4. διεγείρομαι, κορώνω, φουντώνω 5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) ξαναμμένος, η, ο αναψοκοκκινισμένος, φουντωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + ανάβω … Dictionary of Greek
ολοφούντωτος — η, ο (για δένδρα) αυτός που έχει πυκνό φύλλωμα, ο εντελώς φουντωμένος, καταφουντωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο) * + φουντωτός] … Dictionary of Greek
φουντωτός — ή, ό, Ν [φουντώνω (Ι)] 1. αυτός που μοιάζει με φούντα, θυσανώδης («φουντωτά μαλλιά») 2. (για φυτό) πυκνόφυλλος, δασύς, φουντωμένος («φουντωτό δέντρο») 3. αυτός που είναι στολισμένος με φούντα ή με φούντες («φουντωτά τσαρούχια») … Dictionary of Greek
φουντώνω — φουντώνω, φούντωσα, φουντωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
φουντωτός — ή, ό 1. (για φυτά), πυκνόφυλλος, πολύφυλλος, δασωμένος, φουντωμένος. 2. αυτός που έχει σχήμα φούντας, ο θυσανωτός: Η αλεπού έχει φουντωτή ουρά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)